Η αγγλική λέξη compliance έχει λατινικές ρίζες. Στο πλαίσιο του επιχειρηματικού δικαίου, σημαίνει κάτι σαν "τήρηση των κανόνων" ή "συμμόρφωση με τους κανόνες".
Σε σχέση με τα πρότυπα συστημάτων διαχείρισης, η συμμόρφωση διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Σε αυτό το πλαίσιο, η συμμόρφωση μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως η ενέργεια μιας εταιρείας ή ενός οργανισμού για την επίτευξη συμμόρφωσης με μια προδιαγραφή ή μια δέσμευση που αναλαμβάνεται εθελοντικά, για παράδειγμα σε σχέση με πρότυπα, νόμους ή συμφωνίες. Η μη συμμόρφωση με τέτοιες δεσμεύσεις αναφέρεται μερικές φορές και ως "μη συμμόρφωση" (όρος από το ISO 19011).
Ωστόσο, όταν η λέξη συμμόρφωση χρησιμοποιείται σε άλλες γλώσσες, πρέπει να δίνεται προσοχή. Για παράδειγμα, το διεθνώς αναγνωρισμένο πρότυπο ISO 9000 για τις αρχές και τους όρους στη διαχείριση της ποιότητας διευκρινίζει ότι η γαλλική λέξη "συμμόρφωση" δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο της "συμμόρφωσης" (ικανοποίηση μιας απαίτησης).